Εκφραστικός Ρυθμός
Ρότσενκο Αλεξάντρ (1891-1956)
1943 - 1944 | 62.4 x 172.5 εκ
Ακουαρέλα, γκουάς και μελάνι σε χαρτί
Μουσείο Μοντέρνας Τέχνης | Συλλογή Κωστάκη
MMA.CC.436
Αγορά του Ελληνικού Κράτους από τους κληρονόμους της οικογένειας Κωστάκη
ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΕΡΓΟΥ
Είδος έργου: Έργο ζωγραφικής
Θέμα: Ρωσική Πρωτοπορία, Μετά-Πρωτοπορία, Ζωγραφική
ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ ΕΡΓΟΥ
Το έργο "Εκφραστικός Ρυθμός" αποτελεί ένα από τα πιο ενδιαφέροντα έργα του Αλεξάντρ Ροτσένκο, το οποίο απομακρύνεται από την κυβιστική - κονστρουκτιβιστική δομή των προηγούμενων έργων του και παρουσιάζει ένα ανεικονικό θέμα με χρώματα και γραμμές. Το έργο θυμίζει έντονα έργα του Τζάκσον Πόλοκ, αν και είναι ζωγραφισμένο παραδοσιακά και όχι με την τεχνική του dripping και χωρίς φυσικά ο Ροτσένκο να έχει δει ζωγραφικά έργα του αφηρημένου εξπρεσιονισμού. Στιγμές, σπείρες, καμπύλες γραμμές και ελλείψεις συνθέτουν ένα μουσικό, ρυθμικό έργο το οποίο κάνει το θεατή να ενώνει τα σημεία και να σκιαγραφεί την πορεία του χορευτή, να αναπαράγει τις νότες του μουσικού.
ΔΗΜΙΟΥΡΓΟΣ
O Aλεξάντρ Mιχαήλοβιτς Ρότσενκο (Πετρούπολη, 23 Νοεμβρίου 1891 - Μόσχα, 3 Δεκεμβρίου 1956) σπούδασε στη Σχολή Καλών Τεχνών του Καζάν (1910-1914), όπου γνώρισε και τη μέλλουσα γυναίκα του Βαρβάρα Στεπάνοβα. Μετά την αποφοίτησή του εγκαταστάθηκε στη Μόσχα, όπου παρακολούθησε μαθήματα στο Καλλιτεχνικό και Τεχνικό Ινστιτούτο Στρόγκανοφ. Η πρώτη μεγάλη έκθεση που συμμετείχε ήταν Το Μαγαζί (Μόσχα 1916), οργανωμένη από τον Τάτλιν. Η εξοικείωσή του με το σουπρεματισμό του Μαλέβιτς και της Ροζάνοβα, τα αντι-ανάγλυφα του Τάτλιν, όπως επίσης και οι θεωρίες του Καντίνσκι διαδραμάτισαν πρωταρχικό ρόλο στη διαμόρφωσή του ως καλλιτέχνη. Το 1918 πραγματοποίησε ατομική έκθεση στη Λέσχη της Αριστερής Ομοσπονδίας στη Μόσχα. Ξεκινώντας από το 1915 δημιούργησε σειρές ζωγραφικών έργων και σχεδίων εκφράζοντας τη θεωρία του για το λινεαρισμό, την οποία εφάρμοσε σε τρισδιάστατες αναδιπλωμένες και αιωρούμενες κινητές κατασκευές κατά το διάστημα 1920-1921. Από το 1918 εργάστηκε σε διάφορους τομείς του Τμήματος Εικαστικών Τεχνών του Λαϊκού Κομισαριάτου Διαφώτισης (IZO NΑΡΚΟΜΠΡΟΣ) και ανέπτυξε μεγάλη δραστηριότητα στην οργάνωση της καλλιτεχνικής ζωής της Μόσχας. Το διάστημα 1919-1920 ήταν μέλος της ομάδας «ΖΙΒΣΚΟΥΛΠΤΑΡΧ» («Ένωση Ζωγραφικών, Γλυπτικών και Αρχιτεκτονικών Συνθέσεων») και συμμετείχε στις δύο εκθέσεις που οργάνωσε η ομάδα στη Μόσχα το 1920. Επίσης συμμετείχε στην Δέκατη Κρατική Έκθεση: Μη-Αντικειμενική Δημιουργία και Σουπρεματισμός (1919), στην οποία ήταν ο πρώτος που παρουσίασε κατασκευές χώρου, και στην Έκθεση των Τεσσάρων στη Μόσχα το 1920. Την ίδια χρονιά έγινε ιδρυτικό μέλος του Ινστιτούτου Καλλιτεχνικής Παιδείας (IΝΧΟΥΚ) και ένας από τους εμπνευστές (μαζί με τον Kαντίσκι κ.ά.) της δημιουργίας ενός δικτύου καλλιτεχνικών μουσείων σε ολόκληρη τη χώρα. Ήταν επίσης καθηγητής στα Ανώτερα Κρατικά Καλλιτεχνικά και Τεχνικά Εργαστήρια (ΒΧΟΥΤΕΜΑΣ) και στο Ανώτερο Κρατικό Καλλιτεχνικό και Τεχνικό Ινστιτούτο (ΒΧΟΥΤΕΪΝ), όπου δίδαξε για δέκα χρόνια (1920-1930). Ήταν μέλος της ομάδας των Παραγωγιστών. Συμμετείχε στη δεύτερη (1920) και στην τρίτη (1921) έκθεση της «Εταιρείας Νέων Καλλιτεχνών», στην έκθεση 5 x 5 = 25 (Mόσχα, 1921) και στην Πρώτη Έκθεση Ρωσικής Τέχνης στη «Γκαλερί βαν Ντίμεν» στο Βερολίνο (1922). Στην δεκαετία του 1920 συνεργάστηκε με το Βλαντιμίρ Μαγιακόφκσι στον τομέα της διαφήμισης, όπως επίσης και με τα περιοδικά ΛΕΦ (Αριστερό Μέτωπο των Τεχνών) και Νόβι ΛΕΦ (Νέο Αριστερό Μέτωπο των Τεχνών). Το 1925 σχεδίασε μια λέσχη εργατών, τα σχέδια της οποίας εξέθεσε στο σοβιετικό περίπτερο στη Διεθνή Έκθεση Σύγχρονων Διακοσμητικών και Βιομηχανικών Τεχνών στο Παρίσι. Στα τέλη της δεκαετίας του 1920 ασχολήθηκε ιδιαίτερα με τη φωτογραφία, τη σκηνογραφία, την τυπογραφία και τις γραφικές τέχνες. Κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1930 έφτιαξε πολλά σχέδια για το περιοδικό Η Οικοδόμηση της ΕΣΣΔ και άρχισε να ζωγραφίζει. Στις αρχές της δεκαετίας του 1940 ζωγράφισε πίνακες αφηρημένης τεχνοτροπίας.