Μενου

Χωρίς τίτλο

Παναγόπουλος Δανιήλ (1924-2008)

1976 | 130 x 70 εκ

Ακρυλικό σε λινάτσα


Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης

MCA.MMCA.C279

Δωρεά Μάγδας Κοτζιά


ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΕΡΓΟΥ

Είδος έργου: Έργο ζωγραφικής

Θέμα: Σύγχρονη τέχνη, Αφαίρεση, Έργα τέχνης


ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ ΕΡΓΟΥ

Στο έργο «Χωρίς τίτλο» ο Δανιήλ εισάγει τη λινάτσα ως νέο υλικό. Η υφή αυτού του νεου υλικού, το οποίο χωρίς κανένα πλαίσιο κρέμεται ελεύθερα στον τοίχο, διαρθρώνεται σε μικρότερα ή μεγαλύτερα γεωμετρικά θέματα, ενώ ο χρωματικός περιορισμός, τα διάφορα ξεφτίσματα της ύφανσης και τα «φωτεινά παράθυρα» οδηγούν σε ιδιαίτερα εκφραστικά, ευρηματικά και υποβλητικά αποτελέσματα.

ΔΗΜΙΟΥΡΓΟΣ

Ο Δανιήλ (Παναγόπουλος) γεννήθηκε το 1924 στον Πύργο Ηλείας. Ξεκίνησε αρχικά σπουδές στην Ιατρική (1943-1944), τις οποίες όμως γρήγορα εγκατέλειψε για να σπουδάσει ζωγραφική στην Α.Σ.Κ.Τ. με δάσκαλο τον Κ. Παρθένη (1944-1947). Το 1954, έχοντας αποσπάσει τριετή υποτροφία για να συνεχίσει τις σπουδές του στη ζωγραφική και το ψηφιδωτό, μετέβη στο Παρίσι, όπου παρέμεινε και εργάστηκε για μεγάλο χρονικό διάστημα της ζωής του. Η παραμονή του στη Γαλλία, του έδωσε την ευκαιρία να έρθει σε επαφή με τα σύγχρονα ρεύματα και κυρίως με την αφηρημένη τέχνη. Από τις αρχές της δεκαετίας του 1960 επεκτάθηκε σε έργα τριών διαστάσεων, κατά κύριο λόγο κατασκευές, ο ίδιο όμως συνέχισε να θεωρεί τον εαυτό του ζωγράφο. Χρησιμοποίησε καθημερινά, ευτελή υλικά, χαρτοκιβώτια για τη δημιουργία της περίφημης σειράς έργων «Κουτιά», τα οποία αποτέλεσαν σχόλιο του καλλιτέχνη για το ζήτημα της απεικόνισης και ειδικότερα του βάθους. Στα τέλη της δεκαετίας του 1960 προτείνει ηλεκτρικά, οπτικο-κινητικά έργα, χρησιμοποιώντας ηλεκτρικός φως και εισάγοντας στα κουτιά του βέλη ή κομμένες χάρτινες ανθρώπινες φιγούρες. Το αποτέλεσμα, το οποίο είχε τονισμένη τη διάθεση παιχνιδιού, ήταν παράλληλα ένα κριτικό σχόλιο για τον σύγχρονο τεχνολογικό πολιτισμό. Τη δεκαετία του 1970 ο Δανιήλ επανήρθε στα επιτοίχια έργα. Χρησιμοποίησε χαρτόνια στην επιφάνεια των οποίων χάρασσε τομές με μαχαίρι, επιτρέποντας το «λευκό φως» του τοίχου να εισχωρήσει στη σύνθεση, ενώ παράλληλα ένα σύστημα χρωματικών υπογραμμίσεων ολοκλήρωνε τα σύνολα. Στη συνέχεια το χαρτόνι αντικαταστάθηκε από τη λινάτσα, η οποία σκιζόταν και ξεφτιζόταν. Το χρώμα σταδιακά ελαχιστοποιήθηκε, η δουλειά του όμως συνέχισε να δίνει έμφαση στη χειρονομία, τον ρυθμό, την κίνηση και τις τονικές διαβαθμίσεις του χρώματος. Πραγματοποίησε περισσότερες από είκοσι ατομικές εκθέσεις σε Παρίσι, Λονδίνο, Μαδρίτη, Αθήνα, Θεσσαλονίκη, Πύργο κ.ά. Συμμετείχε σε πολλές ομαδικές εκθέσεις και σημαντικές διεθνείς διοργανώσεις, όπως η Biennale Sao Paulo (1965), το Salon de Mai (Παρίσι, 1968-71), η Grands et Jeunes d' Aujourd'hui (Παρίσι, 1974-78), τα Ευρωπάλια (Βρυξέλλες, 1982), η Biennale Κωνσταντινούπολης (1992) κ.ά., ενώ η έκθεση που οργάνωσε ο Pierre Restany στη Βενετία με τίτλο «Τρεις προτάσεις για μια νέα ελληνική γλυπτική» στο πλαίσιο της Μπιενάλε του 1964 και περιελάμβανε τον Δανιήλ, τον Β. Κανιάρη και τον Ν. Κεσσανλή υπήρξε τομή για τη σύγχρονη ελληνική τέχνη. Παράλληλα με το καλλιτεχνικό του έργο ασχολήθηκε με τη συγγραφή κειμένων και βιβλίων για τη σύγχρονη τέχνη. Πέθανε το 2008 στον Πύργο Ηλείας.